Ο Robert Nesta Marley, ο γνωστός σε όλους μας Bob Marley, γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1945 στην Jamaica. Ηταν ο αρχηγός και τραγουδιστής των Wailers, μιας εξαμελούς μπάντας που σχηματίστηκε το 1963 και αποτελούσαν οι: Bob Marley, Bunny Wailer, Peter Tosh, Junior Braithwaite, Beverley Kelso και Cherry Smith. Οι “Bob Marley And The Wailers”, όπως ονομάζονταν τότε, ήταν το συγκρότημα που έκανε γνωστή τη reggae μουσική σε ολόκληρο τον κόσμο.
Από το 1962 ο Bob Marley είχε ηχογραφήσει τα δύο πρώτα του προσωπικά singles “Judge Not” και “One Cup Of Coffee”. Ωστόσο, η καριέρα των Wailers στη δισκογραφία ξεκίνησε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1963 με το πρώτο τους single “Simmer Down” που έμεινε στο Νο 1 στο JBC Radio chart για δύο μήνες. Το single ηχογραφήθηκε στο “Studio One” και κυκλοφόρησε από μια μικρή ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία. Οι πωλήσεις του “Simmer Down” έφτασαν πολύ γρήγορα τις 80.000 αντίτυπα.
Τα δύο singles που ακολούθησαν ήταν τα “It Hurts To Be Alone” και “Lonesome Feeling” με φωνητικά από τους Junior Braithwaite και Bunny Wailer αντίστοιχα. Την περίοδο 1963-1966 οι Wailers είχαν ηχογραφήσει περισσότερα από 70 τραγούδια από τα οποία πάνω από 20 έγιναν επιτυχίες. Η μουσική τους ήταν ένα κράμα από αμερικάνικη soul, ska και doo-wop. Μέχρι τα τέλη του 1965 οι Wailers είχαν απομείνει τρεις.
Τα άλλα τρία μέλη (Junior Braithwaite, Beverley Kelso και Cherry Smith) είχαν φύγει από το συγκρότημα, ο καθένας για προσωπικούς του λόγους. Ακόμα όμως και τότε οι Wailers δεν είχαν “πεθάνει”.
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1966, ο Bob Marley παντρεύτηκε την τότε τραγουδίστρια των Soulettes και αργότερα μέλος των I-Threes, Rita Anderson (η οποία μετά το θάνατο του Marley ακολούθησε σόλο καριέρα).
Λίγο πριν το τέλος του 1967 οι Wailers ηχογράφησαν το “Bend Down Low”. Το single κυκλοφόρησε από μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, την εποχή που ο Bunny Wailer εκτελούσε ποινή φυλάκισης. Λίγους μήνες αργότερα, ο Bunny Wailer που είχε πια βγει από τη φυλακή και τα εναπομείναντα μέλη των Wailers άρχισαν να ψάχνουν για μάνατζερ. Το 1969 το συγκρότημα ήταν ακόμα χωρίς μάνατζερ. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να παράγουν επιτυχίες. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ο Bob Marley έπιασε δουλειά σε μια αυτοκινητοβιομηχανία στο Wilmington, αλλά κατά κάποιο τρόπο η μουσική τον καλούσε πίσω. Ετσι, το φθινόπωρο επέστρεψε στην Τζαμάικα και μαζί με τα άλλα δύο μέλη των Wailers βρήκαν επιτέλους μάνατζερ.
Ο Lee Perry έδωσε στο συγκρότημα τη μουσική κατεύθυνση που χρειαζόταν και η αξιόλογη προσφορά του είχε μεγάλη διάρκεια. Χάρις στον Lee, οι Wailers συνεργάστηκαν με τα δύο αδέλφια Carlton και Aston “Familyman” Barrett που έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Η συνεργασία των “Bob Marley And The Wailers” με τον Lee Perry κράτησε μέχρι το 1971. Μερικά από τα τραγούδια τους (“Duppy Conqueror”, “Small Axe” και “Sun Is Shining”) τους οδήγησαν στο απόγειο της επιτυχίας.
Η επιρροή του Lee ήταν τεράστια ακόμα κι όταν δεν ήταν πλέον ο μάνατζέρ τους. Οι Wailers που είχαν ακολουθήσει κατά γράμμα τις υποδείξεις του Lee είχαν ανταμειφθεί. Η ανταμοιβή τους ήταν η παγκόσμια αποδοχή της μουσικής τους. Και χάρις στον Lee Perry ο Bob Marley είχε γίνει γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι Wailers με τον Bob Marley πάντα στα φωνητικά, συνέχισαν να ηχογραφούν στην ανεξάρτητη δισκογραφική τους εταιρεία, Tuff Gong, αλλά πολύ γρήγορα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Chris Blackwell, ιδιοκτήτη της Island Records. Από την Island κυκλοφόρησαν αργότερα πολλά από τα παλιότερα άλμπουμ των Bob Marley And The Wailers, από τότε που ηχογραφούσαν στο “Studio One” . Το πρώτο άλμπουμ που οι Wailers ηχογράφησαν για λογαριασμό της Island, ήταν το “Catch A Fire” που κυκλοφόρησε το 1973 και είχε ένα πιο ροκ ύφος. Οι Wailers έγιναν γνωστοί και στη Μ. Βρετανία. Τον Απρίλιο του 1973 έκαναν μάλιστα την πρώτη τους εμφάνιση στη βρετανική τηλεόραση.
Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς “άνοιξαν” τις συναυλίες του Bruce Springsteen στη Νέα Υόρκη. Λίγους μήνες αργότερα ο Earl Lindo μπήκε στο γκρουπ. Το φθινόπωρο του 1974 ο γνωστός rock/blues κιθαρίστας Eric Clapton διασκεύασε την επιτυχία των Wailers “I Shot The Sheriff” και μπήκε στο Νο 9 των βρετανικών charts. Χάρις στη διασκευή από τον Eric Clapton, οι Wailers ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο. Όμως παρ’ όλη την επιτυχία που γνώριζε το συγκρότημα, ο Peter Tosh και ο Bunny Wailer προτίμησαν να ακολουθήσουν σόλο καριέρα και ο Lindo έφυγε για να συνεργαστεί με τον Taj Mahal. Ετσι οι “Bob Marley And The Wailers” διαλύθηκαν. Οι Wailers σχηματίστηκαν με νέα σύσταση στα μέσα του 1974 με τον Bob Marley να κάνει όπως και τότε, τα κύρια φωνητικά. Μέλη των νέων Wailers ήταν επίσης οι αδελφοί Barrett, o Bernard “Touter” Harvey (keyboards) και τα τότε μέλη του γυναικείου συγκροτήματος I-Threes (Marcia Griffiths, Rita-Anderson-Marley και Judy Mowatt). Το 1975 ήταν η χρονιά που το όνομά τους εδραιώθηκε.
Σε αυτό βοήθησε σημαντικά η κυκλοφορία του επιτυχημένου τους άλμπουμ “Natty Dread” και οι συναυλίες τους στο London Lyceum. Στο τέλος του 1975 ο Marley ηχογράφησε το “No Woman No Cry” και ήταν το πρώτο του σόλο τραγούδι που μπήκε στους πίνακες επιτυχιών της Μ. Βρετανίας. Παράλληλα, κυκλοφόρησε το πρώτο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ που περιείχε υλικό από τις συναυλίες του μαζί με τα υπόλοιπα μέλη των Wailers στο London Lyceum. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1975 ηχογραφούσε κάθε χρόνο και από ένα καινούργιο άλμπουμ και αυτό συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1976 ο Marley σώθηκε από μια απόπειρα δολοφονίας. Λίγο αργότερα και για 18 μήνες εγκατέλειψε την Τζαμάικα. Όμως ο καρκίνος καραδοκούσε.
Τον Ιούλιο του 1977 υπεβλήθη σε εγχείριση αφαίρεσης καρκινικών ογκιδίων που εμφανίστηκαν στα δάχτυλα του δεξιού του ποδιού. Όλα έδειχναν ότι ο καρκίνος είχε νικηθεί. Ο Bob Marley επέστρεψε στη δισκογραφία με τα δύο άλμπουμς “Exodus” και “Kaya” που γνώρισαν παγκόσμια επιτυχία. Τον Απρίλιο του 1978 έδωσε στο Kingston το “One Love Peace Concert” φέρνοντας κοντά, έστω και για λίγο, τους δύο Τζαμαϊκανούς πολιτικούς αντιπάλους (Michael Manley και Edward Seaga). Η συναυλία ήταν μια χειρονομία ειρήνης. Λίγο αργότερα, μαζί με τους Wailers ξεκίνησε μια τεράστια περιοδεία σε Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδά, Ιαπωνία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. Το άλμπουμ “Survival” κυκλοφόρησε και στην Αφρική και το τραγούδι “Zimbabwe” διασκευάστηκε από αρκετούς Αφρικανούς τραγουδιστές. Το 1980 ο Bob Marley μαζί με τους Wailers εμφανίστηκε μπροστά σε 40.000 άτομα. Η συναυλία ήταν μια από τις πιο σημαντικές στην καριέρα του και δόθηκε για την απελευθέρωση της Zimbabwe.
Tο καλοκαίρι του 1980 ο καρκίνος άρχισε και πάλι να εξαπλώνεται. Ο Bob Marley κατέρρευσε κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας του στο Madison Square Garden και αμέσως μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για να ξεκινήσει θεραπεία κάτω από τις υποδείξεις του ειδικού Dr. Josef Issels . Στις 3 Μαΐου ο γιατρός που τον παρακολουθούσε σήκωσε τα χέρια ψηλά. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο Marley μεταφέρθηκε στο Μαϊάμι της Φλόριντα όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Μαΐου του 1981. Κανείς δεν μπορούσε να κρύψει τη θλίψη του και να πιστέψει ότι ο πατέρας της reggae δεν υπήρχε πλέον στη ζωή. Η δισκογραφική του εταιρεία “Tuff Gong” συνέχισε να ανακαλύπτει νέα ταλέντα. Ένα από αυτά ήταν οι Third World, άξιοι συνεχιστές των Wailers καθώς και άλλοι καλλιτέχνες από την Τζαμάικα.
Τα τραγούδια του Bob Marley αποτέλεσαν έμπνευση για πολλούς μουσικούς. Ο Marley ήταν ο αυθεντικός superstar. Ενας χαρισματικός καλλιτέχνης, ένας μεγαλειώδης τραγουδιστής και συνθέτης. Τα τραγούδια του ζουν για πάντα και απόδειξη αποτελεί ένας σημαντικός αριθμός από compilations που κυκλοφορούν ακόμα και σήμερα. Ο Bob Marley ήταν μαζί με τους Wailers μέχρι το τέλος της ζωής του. Μαζί τους ηχογράφησε μια σειρά από άλμπουμς που επανεκδόθηκαν αργότερα. Σύμφωνα με στοιχεία της Island Records, τα έσοδα από τις παγκόσμιες πωλήσεις των δίσκων του έχουν ξεπεράσει τα 190 εκατομμύρια δολάρια. Οι περιοδείες του άφησαν εποχή. Και η μουσική του πέρασε τα σύνορα της Jamaica και διαδόθηκε σε όλη την παγκόσμια μουσική “βιομηχανία”. Αλλά δεν ήταν μόνο τα άλμπουμς και οι περιοδείες του που έγραψαν ιστορία. Πάνω απ’ όλα ήταν ο ίδιος ο Marley που επινόησε τη μουσική που σήμερα ονομάζουμε reggae.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραγούδησε τον έρωτα, την αγάπη, αλλά και την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς. Βρέθηκε στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην πατρίδα του, με μια εις βάρος του απόπειρα δολοφονίας. Όμως, γρήγορα έγινε λαϊκό είδωλο και η ημερομηνία γέννησής του τιμάται ως Εθνική Εορτή στη Τζαμάικα. Πολλά του οφείλουν οι καλλιτέχνες της ραπ, ενώ κάποιοι μουσικοκριτικοί δεν διστάζουν να τον αποκαλέσουν «Νονό του Χιπ-Χοπ», εκτός βεβαίως από «Βασιλιά της Ρέγκε», τίτλος που του ανήκει δικαιωματικά. Το άλμπουμ «Legend», που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του και περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του έχει γίνει 10 φορές πλατινένιο, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 12 εκατομμύρια αντίτυπα (2008).
Ο reggae star Ziggy Marley είναι πεποισμένος ότι ο πατέρας του, Bob, δεν πέθανε τυχαία από καρκίνο, αλλά δολοφονήθηκε από τους ίδιους που είχαν προσπαθήσει νωρίτερα στη ζωή του να τον σκοτώσουν.
Συγκεκριμένα είπε “Μπορεί να πέθανε από καρκίνο στον εγκέφαλο το 1981, αλλά αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ξέρουμε από την επιστήμη ότι ραδιενέργεια μπορεί αν εισχωρήσει σε έναν οργανισμό με πολλούς τρόπους, προκαλώντας καρκίνο. Πιστεύω ότι του μεταδόθηκε είτε με φαγητό είτε με ποτό. Eίχαν ήδη προσπαθήσει μία φορά να τον πυροβολήσουν, και θα ήταν πολύ εμφανές να συνέβαινε έτσι ξανά. Επρεπε να βρουν έναν άλλο τρόπο. Ναι πιστεύω ότι ο πατέρας μου δεν πέθανε τυχαία. Η δουλειά του και η πορεία του είχαν αναστατώσει το status quo.”
Πηγή: reggae.gr
0 comments
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ, τα σχόλιά σας να μην περιέχουν βωμολοχίες, να μην είναι γραμμένα σε greeklish και με κεφαλαία γράμματα και να μην περιέχουν οποιοδήποτε διαφημιστικό περιεχόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα δημοσιεύονται. Για οποιαδήποτε απορία ανατρέξτε στους όρους χρήσης του ιστολογίου.