Η Ελλάδα είναι κατ'εξοχήν χώρα των υγροτόπων. Όλοι σχεδόν οι νομοί της χώρας έχουν μεγάλους ή μικρούς υγρότοπους. Έτσι δεν υπάρχουν περιοχές της χώρας που να μην έχουν απωλέσει ένα μέρος των υγροτόπων τους. Η Ελλάδα μέσα στα τελευταία 50 χρόνια έχει χάσει πάνω από 65% των υγροτόπων της, και παρ'όλα αυτά παραμένει μέσα στις πρώτες χώρες της Ευρώπης σε υγροτόπους. Οι αιτίες για τη μεταβολή των Ελληνικών υγροτόπων ήταν το μεγάλο πρόβλημα της ελονοσίας και οι μεγάλες ανάγκες για νέα καλλιεργήσιμη γη.
Η περίπτωση της Κωπαίδας
Στη Βοιωτία βρίσκονταν η Κωπαΐδα, μια μεγάλη λίμνη που αποξηράνθηκε το 1889. Η λίμνη σχηματίσθηκε από τα νερά του Κηφισού, που βρίσκονταν σε ύψος 95 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, είχε μήκος 24 χλμ. και πλάτος 13 χλμ. Λέγονταν Κωπαΐδα από την πόλη Κώπαι, που βρισκόταν στις όχθες της. Από τους αρχαίους συγγραφείς αναφερόταν με διάφορα ονόματα. Ο Όμηρος την ονόμαζε Κηφισίς, απ' το όνομα του ποταμού Κηφισού, που χυνόταν μέσα σ'αυτή. Στη βόρεια όχθη της Κωπαΐδας χύνονταν ο ποταμός Μέλας, στη νότια και δυτική, όλα τα μικρά ποτάμια τα οποία τροφοδοτούσαν την λεκάνη της Κωπαΐδας. Οι κυριότεροι από τους παραπόταμους ήταν ο Κηφισός, ο Ερκύνης, ο Φάλαρος και ο Λόφις. Έτσι η λεκάνη της Κωπαΐδας τροφοδοτούταν αποκλειστικά από την νότια και ανατολική της όχθη και απέβαλλε το υπερβάλλον ύδωρ από τις καταβόθρες που βρίσκονταν στη βορειοανατολική και ανατολική όχθη.
Μετά την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους η λίμνη παραχωρήθηκε το 1856 για αποξήρανση σε Γαλλική Εταιρεία. Η εταιρεία άρχισε τις εργασίες της αποξήρανσης κάνοντας σήραγγες στο όρος του Πτώου και από εκεί διοχέτευσε το νερό στον Ευβοϊκό Κόλπο. Η εταιρεία βρέθηκε σε οικονομική αδυναμία και οι εργασίες σταμάτησαν. Το 1873 η Ελληνική κυβέρνηση σύναψε σύμβαση με Έλληνες και Αγγλους τραπεζίτες και έτσι προέκυψε η Εταιρεία της Κωπαΐδας. Μετά την αποξήρανση αποδόθηκαν στη γεωργία 250.000 στρέμματα, για την καλλιέργεια βαμβακιού, καλαμποκιού και σιτηρών. Την Κωπαΐδα προσπάθησαν να την αποξηράνουν πρώτοι οι Μινύοι, όπως αποδεικνύουν τα λείψανα των αποξηραντικών έργων, τα οποία ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές. Τα έργα αυτά των Μινύων προκαλούν τον θαυμασμό τόσο για το μέγεθός τους, όσο και για το υδραυλικό σύστημα.
Η περίπτωση του Μεσολογγίου
Στα δυτικά παράλια της Αιτωλοακαρνανίας, υπήρχαν πολλά έλη, με αποτέλεσμα τα άτομα με ελονοσία να υπερβαίνουν το 35% των κατοίκων. Έτσι αμέσως μετά τον πόλεμο αρχίζει η αποξήρανση της λίμνης Μελίτη (περιοχή Λεσινίου). Μετά τον πόλεμο αρχίζει και η υποβάθμιση της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. Αυτή οφείλεται στις αποξηράνσεις και στις αλυκοποιήσεις που μείωσαν την έκταση του υγρότοπου και επηρέασαν την ισορροπία του οικοσυστήματος.
Πολλές χιλιάδες στρέμματα αποδόθηκαν στην καλλιέργεια του βαμβακιού και του καλαμποκιού. Παρ'όλα αυτά 45.000 στρέμματα παραμένουν ακόμη και σήμερα άγονα μετά τις αποξηράνσεις, λόγω της υψηλής αλατότητας του εδάφους.
Η περίπτωση της Αμβρακίας
Η Αμβρακία, μία μικρή λίμνη που βρίσκεται στο νομό Αιτωλοακαρνανίας στα νότια της Αμφιλοχίας και τα νερά της κάλυπταν τα τελευταία χρόνια μία επιφάνεια 12 τ.χμ. Το βόρειο τμήμα της λίμνης αυτής έχει αποξηρανθεί και έχει αποδοθεί στην καλλιέργεια καπνού. Το χειμώνα όμως μετά από τις βροχές τα χωράφια πλημμυρίζουν και η Αμβρακία γίνεται η "λίμνη" που φιλοξενεί αρκετά είδη παρυδάτιων πουλιών.
Η περίπτωση της Ξυνιάδας
Η λίμνη Ξυνιάδα βρισκόταν στο μεταξύ Λαμίας και Δομοκού ομώνυμο υψίπεδο που έχει μέσο υψόμετρο 470 μ. από τη θάλασσα. Η έκταση που κάλυπταν τα νερά της λίμνης ήταν περίπου 31.600 στρέμματα. Η λίμνη είχε σχήμα αχλαδιού και το βάθος της ήταν γύρω στα 3-4 μέτρα. Η λίμνη ήταν πλούσια σε πουλιά. Στη γύρω περιοχή φώλιαζαν εκατοντάδες πελαργοί και το χειμώνα η περιοχή κατακλύζονταν από αγριόχηνες, αγριόπαπιες, καλημάνες, νερόκοτες και φαλαρίδες. Η λίμνη ήταν επίσης πλούσια σε αμφίβια-ερπετά και αρκετά είδη ψαριών ζούσαν μέσα σ'αυτή. Το 1924 την αποξήραναν, αφού κατασκεύασαν δίκτυο αποστραγγιστικών καναλιών. Έγινε το κτηματολόγιο και τα χωράφια μοιράστηκαν στους αγρότες. Σήμερα στην περιοχή καλλιεργούνται καλαμπόκια, βαμβάκια, τεύτλα κ.α.
Η περίπτωση των υγροτόπων της Εύβοιας
Στην Εύβοια, η λίμνη Δύστος αποτελούσε τη μόνη μεγάλη υδάτινη επιφάνεια του νησιού. Η λίμνη ήταν σημαντικός βιότοπος, γιατί σταματούσαν εδώ πολλά είδη πουλιών για να ξεκουραστούν κατά τη διάρκεια της αποδημίας. Ήταν επίσης πλούσια σε αμφίβια και ερπετά. Δυστυχώς όμως σήμερα η λίμνη έχει μειωθεί αισθητά γιατί την αποξηραίνουν σιγά-σιγά και τη θέση της παίρνουν τα χωράφια και οι καλλιέργειες. Το ίδιο συνέβει και στα έλη της Καρύστου, ενώ στο Μεγάλο και Μικρό Βιβάρι Ιστιαίας, η λιμνοθάλασσα μπαζώνεται σιγά-σιγά και αρχίζουν να χτίζουν παράνομα.
Η περίπτωση των υγροτόπων της Ηπείρου
Στην Ήπειρο, η Αχερουσία Λίμνη, βρισκόταν μεταξύ των χωριών Σπλάντζα και Μεσοποτάμου διαρρέετο από τον ποταμό Αχέροντα και έφθανε μέχρι την θάλασσα. Η Αχερουσία αναφερόταν από τους Ρωμαίους ιστορικούς με το όνομα Άορνος. Κατά την αρχαιότητα αποτελείτο από έλη, βρίθοντα καλαμιών και πουλιών, ανέδιδε αναθυμιάσεις και επιστεύετο ότι ήταν η είσοδος του Άδη. Η λίμνη αποξηράνθηκε το 1950 με τεχνητά έργα και η έκταση της παραδόθηκε στην καλλιέργεια του βαμβακιού και του ρυζιού.
Την ίδια τύχη είχαν όμως και οι λίμνες Λαγκάστα και Λαψίστα. Βόρεια της λίμνης των Ιωαννίνων μέχρι πριν από λίγα χρόνια υπήρχε η λιμνοβαλτώδης περιοχή της Λαψίστας η οποία ήταν πλούσια σε χέλια και τροφοδοτούσε μ' αυτά την λίμνη των Ιωαννίνων. Δια τεχνητής όμως αποχέτευσης των υδάτων της στο Καλαμά, η περιοχή αποξηράνθηκε και αποδόθηκε στην καλλιέργεια.
Στο νομό Πρεβέζης, υπήρχαν δύο μικρές λίμνες, η Μαύρη στα δυτικά της Φιλιππιάδας και η Ζηρός στα βορειοανατολικά, οι οποίες όμως αποξηράνθηκαν.
Από τα υλικά που μεταφέρουν ο Λούρος και ο Άραχθος (νομός Άρτας), συνεχώς αλλάζει μορφή η ακτογραμμή του Αμβρακικού Κόλπου. Πολλά έλη, τα οποία κάλυπταν την παράκτια περιοχή, έχουν αποξηρανθεί (π.χ. ο Βάλτος της Βίγλας, μέχρι και τις εκβολές του Αράχθου) και τα εδάφη αυτά έχουν αποδοθεί στην καλλιέργεια.
Πριν από χρόνια γίνονταν επίσης "μελέτες" για την αποξήρανση των λιμνοθαλασσών Ροδιάς και Λογαρού. Ένα μεγάλο μέρος της πεδιάδας της Άρτας, προέρχεται απ' τα αποστραγγισθέντα εδάφη των εκβολών του Λούρου (Τέλμα Βίγλας) και του Άραχθου. Αυτά αποδόθηκαν στην εντατική καλλιέργεια, όπου γίνεται μεγάλη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων. Οι καλλιέργειες αποτελούνται από εσπεριδοειδή, βαμβάκι και καλαμπόκι.
Η περίπτωση των υγροτόπων της Πελοποννήσου
Στην Πελοπόννησο, έχουν αποξηρανθεί η λίμνη Φενεός, η Φονιά, όπου βρίσκονταν κοντά στην ομώνυμη αρχαία πόλη, στο όρος Κυλλήνη και σε υψόμετρο 709 μ.. Την τροφοδοτούσε με τα νερά του ο ποταμός Αροάνιος. Η επιφάνεια της είχε μήκος 4 χλμ. και το πλάτος της ήταν ποικίλο, ανάλογα με την εποχή.
Αποξηράνθηκαν επίσης η λίμνη Μουριά και η λιμνοθάλασσα της Αγουλινίτσας. Η Αγουλινίτσα αποξηράνθηκε στις αρχές του '70 και ήταν από τους σημαντικότερους βιότοπους της Πελοποννήσου. Το χειμώνα του 1969, παρατηρήθηκαν 11.400 κυνηγόπαπιες (Aythya Ferina) και 4.500 Φερεντίνες (Netta roufina). Μεγάλη έκταση της Αγουλινίτσας την χρησιμοποιούσαν για ιχθυοτροφεία, που παρείχαν άφθονους κέφαλους, λαβράκια και χέλια. Οι εκτάσεις αυτές αποδόθηκαν στη γεωργία χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Προβλήματα αντιμετωπίζουν από ανθρωπογενείς επιπτώσεις οι υγρότοποι της Πελοποννήσου με αποτέλεσμα να μειώνεται συνέχεια η έκταση τους π.χ. υγρότοπος Κοτύχι, καταπάτηση και αποξήρανση του υγρότοπου της Νέας Κίου κ.α.
Στη Ζάκυνθο, για τη δημιουργία του αεροδρομίου, αποξηράνθηκε το έλος που υπήρχε στη περιοχή του Λαγανά.
Η περίπτωση της Κάρλας
Στη Θεσσαλία, στους νομούς Μαγνησίας και Λαρίσης, βρισκόταν η λίμνη Κάρλα (Βοιβηίς) που ήταν από τις μεγαλύτερες της χώρας και είχε έκταση 100 τ. χλμ.. Στη νότια πλευρά του Μαυροβουνίου, δια του ρέματος "Ασμάκι" δεχόταν τα νερά του Πηνειού, όταν αυτός πλημμύριζε. Η λίμνη Κάρλα αποτελούσε το τελευταίο υπόλειμμα της άλλοτε μεγαλύτερης λίμνης που καταλάμβανε ολόκληρη τη θεσσαλική πεδιάδα και τα νερά της διοχετεύθηκαν στη θάλασσα, με τη διάνοιξη της κοιλάδας των Τεμπών. Στην αρχή είχε αποφασισθεί η χρησιμοποίηση της λίμνης ως υδροταμιευτήρα, για την άρδευση και ενίσχυση της με τα νερά του Πηνειού (μέσω Ασμακίου). Αργότερα όμως αυτό κρίθηκε ασύμφορο λόγω του μικρού βάθους και της μεγάλης έκτασής της και αποφασίσθηκε η τελική αποξήρανση της.
Γι' αυτό κατασκευάσθηκε σήραγγα μήκους 15 χλμ. περίπου (υπό το ύψωμα Μεγαβούνι) και τα νερά της λίμνης αποχετεύθηκαν στον Παγασητικό Κόλπο, δυτικά και λίγο έξω από την πόλη του Βόλου (στις Αλυκές).
Η λίμνη Κάρλα ήταν η πιο σημαντική της Ελλάδας από ορνιθολογικής πλευράς. Σύμφωνα με παρατηρήσεις του (Hoffman κ.α. 1964) υπολογίζεται ότι τον χειμώνα του 1964 υπήρχαν στην περιοχή πάνω από 430.000 υδρόβια πουλιά. Κι'αυτό από την εποχή του πολέμου και μετά (1940-45) υπήρχαν πληροφορίες ότι ξεχειμώνιαζαν στην περιοχή μεγάλοι αριθμοί από Αγριόχηνες (Anser anser) και (Anser albifrons). Δυστυχώς όμως στο τέλος της δεκαετίας του '60 η λίμνη αποξηράνθηκε εντελώς και αποδόθηκε στη γεωργία.
Η περίπτωση των υγροτόπων της Μακεδονίας
Στη Μακεδονία μετά το 1930, χάθηκαν 1151 τ.χλμ. λιμναίων και ελωδών εκτάσεων, δηλ. το 73,2% της επιφάνειας των υγροτόπων της. (Ψιλοβίκος 1990). Στο νομό Πέλλης, ο σημαντικότερος ποταμός του νομού ήταν ο Λουδίας. Πήγαζε από τον Βορρά και με το παραπόταμο του Μογλενίτσα σχημάτιζε τη λίμνη των Γιαννιτσών, στην οποία χυνόταν και ο Μπαλίτσας, που κατέρχεται από το Παϊκόν (ως Ξηροπόταμος).
Τα Γιαννιτσά κτίσθηκαν τα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του Μακεδόνικου αγώνα (1903-1908) υπήρξε το κέντρο των Μακεδονομάχων. Η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της τα "Μυστικά του Βάλτου", που ως βάλτο θεωρεί τη λίμνη των Γιαννιτσών, περιγράφει την ηρωική δράση των Μακεδονομάχων. Η αποξήρανση της λίμνης άρχισε το 1937 και για να επιτευχθεί, κατασκευάσθηκε μεγάλη διώρυγα η ονομαζόμενη "Περιφερειακή Διώρυγα" μήκους 32 χλμ. Αυτή αρχίζει μεταξύ των χωριών Προφήτης Ηλίας και Κάτω Λιτοχώριο. Έτσι δια της μειώσεως των υδάτων του Λουδία άρχισε να μειώνεται και η έκταση της λίμνης των Γιαννιτσών. Η τελική αποξήρανση επιτεύχθηκε για εγκλωβισμό του Λουδία με αναχώματα σε μήκος 6 χλμ. στην περιοχή του νομού και 12 χλμ. του Μπαλίτσα και πολλών διωρύγων. Έτσι ο Λουδίας έγινε ουσιαστικά ένας τεχνητός ποταμός και η ταχύτητα του είναι πάρα πολύ μεγάλη.
Σύμφωνα με την (Athanasiou Ch. 1990), στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης το ετήσιο ποσοστό απωλειών σε υγρότοπους ήταν 3% γύρω στα 1930, και 1% στη δεκαετία του '80. Οι προσχώσεις του Αξιού και του Αλιάκμονα είχαν δημιουργήσει ένα εκτεταμένο βάλτο στην περιοχή της Καμπάνιας. Στις παρυφές του βάλτου έγινε η εγκατάσταση προσφύγων, έτσι με κρατική υποστήριξη αρχίζει η σταδιακή αποξήρανση μεγάλων εκτάσεων.
Με την αποπεράτωση του αρδευτικού έργου στα μέσα της δεκαετίας του '60 με την εκμηχάνιση της γεωργίας, και τα φυτοφάρμακα αρχίζει μια περίοδος οικονομικής "ανάπτυξης". Αυτή η "ανάπτυξη" συνοδεύεται όμως από τεράστιες κατστροφές στο φυσικό περιβάλλον των βιοτόπων και κυρίως στα Δέλτα των ποταμών Αξιού και Αλιάκμονα, που μαζί με τον Λουδία αποτελούν ένα μεγάλο υγρότοπο. Πολλά είδη πουλιών έχουν εξαφανισθεί από την περιοχή τα τελευταία 15 χρόνια.
Στο νομό Κιλκίς, οι δύο αβαθείς και τελματώδεις λίμνες Αρτζάν και Αιματόβου που βρίσκονταν ανατολικά του Αξιού, έχουν αποξηρανθεί και η έκταση τους έχει αποδοθεί στην καλλιέργεια.
Στο νομό Σερρών, βόρεια της συμβολής Στρυμώνα-Αγγίτη, βρίσκονταν η λίμνη του Αχινού, η οποία αποξηράνθηκε και αποδόθηκε στην καλλιέργεια.
Στο νομό Καβάλας, μεταξύ του Παγγαίου και Ορέων Λεκάνη, σχηματίζεται η λεκάνη των Φιλίππων, η οποία δεν έχει απορροή προς τη θάλασσα, διότι νοτίως κλείεται από την ηφαιστειογενή ανατολική προέκταση των υψωμάτων του Συμβόλου. Λόγω της κλειστής μορφής της, η λεκάνη παλαιότερα αποτελεί μεγάλο τέλμα, γνωστό με το όνομα "Τενάγη των Φιλίππων". Το τέλμα έχει αποστραγγισθει με τη δημιουργία μιας περιφερειακής διώρυγας 26 χλμ. και τα νερά έπεσαν στον Αγγίτη ποταμό.
Η περίπτωση της Θράκης
Στη Θράκη έχουν εξαφανισθεί πολλοί παράκτιοι υγρότοποι. Ένα από τα τελευταία παραδείγματα αποξήρανσης στην περιοχή είναι εκείνο της λιμνοθάλασσας της Δράνας. Το Μάιο του 1987, αγρότες από το χωριό Λουτρός κατέλαβαν με μπουλντόζες τη Δράνα και την αποξήραναν με αποτέλεσμα να καταστραφεί ένας από τους πιο σημαντικούς βιότοπους για την ορνιθοπανίδα στο δέλτα του Έβρου.
Συμπερασματικά ο κατάλογος των απωλειών είναι ιδιαίτερα μακρύς. Χωρίς αμφιβολία, σειρά επιχειρημάτων για την αποξήρανση των υγροτοπων προτάσσεται εκ μέρους των σχεδιαστών της πολιτικής στον αγροτικό χώρο (οικονομικής, κοινωνικής, παραγωγικής, υγειονομικής φύσεως κλπ.) ως ηθική δικαίωση των δυνάμεων και των αποφάσεων για αυτές.
Το γεγονός αυτό όμως δεν αναιρεί την σημερινή διαπίστωση : Τα εδάφη που προκύπτουν μετά από την αποξήρανση των υγροτοπων είναι ακατάλληλα μετά από λίγο για την καλλιέργεια (π.χ. Μεσολόγγι, Αγουλινίτσα) και έτσι για τη βελτίωση τους γίνονται επανειλημμένοι εμπλουτισμοί σε λιπάσματα, πολλές φορές χωρίς επιτυχία. Συνεπώς η αποξήρανση για καλλιέργεια, αποβαίνει οικονομικά ασύμφορη και επιπλέον ρυπαίνει τους παρακείμενους βιότοπους, καθώς και τα γειτονικά παράκτια ύδατα.
Πηγή: Η Μαύρη Οικολογική Βίβλος (σελ. 183-187)
0 comments
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ, τα σχόλιά σας να μην περιέχουν βωμολοχίες, να μην είναι γραμμένα σε greeklish και με κεφαλαία γράμματα και να μην περιέχουν οποιοδήποτε διαφημιστικό περιεχόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα δημοσιεύονται. Για οποιαδήποτε απορία ανατρέξτε στους όρους χρήσης του ιστολογίου.