Λένε πως στη χώρα που ναυάγησες βασιλεύουν οι μάγισσες, βουλιάζουνε στο βυθό και σε βγάζουνε στον αφρό.
Λένε πως μας άφηνες στα κύματα φυλαχτά και μηνύματα, τα βρήκανε τα παιδιά και χαθήκανε ξαφνικά, έλεγαν κάποτε τα Ξύλινα Σπαθιά και μετά σιώπησαν.
Πού τέτοια τύχη για το μπουκάλι της φωτογραφίας που για αρκετά χρόνια σουλάτσαρε στο βυθό της θάλασσας.
Μέχρι που κάποια μέρα το βρήκα εγώ και από ευγνωμοσύνη μου διηγήθηκε όλη την ιστορία του: Πώς γεννήθηκε, πού γεννήθηκε, ποιοί είναι οι γονείς του, πώς αναγκάστηκαν να το παρατήσουν και πως τελικά το αγκάλιασε η θάλασσα με τους παφλασμούς των κυμάτων της και το πήρε στο βυθό της.
Γεννήθηκα - μου είπε - στο οινοποιείο στο Καρλόβασι της Ένωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου, όπως και τα δίδυμα αδέρφια μου. Πριν προλάβω καν να δω το φως της ημέρας με βάφτισαν και μου έδωσαν το όνομα «Ψηλές Κορφές».
Ως πρωτότοκος γιος της οικογένειας, είχα την τύχη να γευτώ πρώτος το μοσχάτο λευκό κρασί, που παράγεται από μια ευγενή ποικιλία αμπέλου, αρκετά διαδεδομένη σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Αν και απαντάται και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, όπου επίσης παράγει γλυκούς οίνους, μόνο στη Σάμο δίνει τέτοιο κρασί.
Όπως το φεγγάρι όμως έχει δύο πλευρές, τη φωτεινή και τη σκοτεινή, έτσι και εγώ ως πρωτότοκος είχα παρά ταύτα την ατυχία θαρρώ να μην ταξιδέψω στον υπόλοιπο κόσμο μαζί με τα αδέρφια μου και να παραμείνω στο οινοποιείο, πάνω σε ένα παλιό ράφι.
Όπως, μάλιστα έμαθα αργότερα τα αδέρφια μου βραβεύτηκαν σε έναν διεθνή διαγωνισμό για την ποιότητα και τη μοναδικότητά τους και αυτό μου πήρε για λίγο τη θλίψη της απουσίας τους.
Όπως ίσως καταλαβαίνεις όλα αυτά τα χρόνια δεν άκουγα τίποτε άλλο εκτός αμπέλια, κρασιά και βραβεύσεις. Στην αρχή, δε λέω, τρελαινόμουν να τα ακούω, αλλά μετά από κάποια χρόνια όταν τα εμπέδωσα καλά κατάντησε βαρετό.
Και είχα και το γερό-Φροσύνη να με κοιτάζει καμία φορά έτσι όπως ήταν μεθυσμένος και να μου λέει: «Εσένα μια φορά θα σε βουτήξω και θα σε πιω. Δε θα μου γλυτώσεις!» Και ερχόταν, με βούταγε και μου έριχνε ένα δυνατό φύσημα για να φύγει η σκόνη από πάνω μου. Στην πραγματικότητα όμως μου άρεσε, γιατί αν και ακόμα θυμάμαι αυτή την αποκρουστική μυρωδιά από τη γεμάτη αλκοόλ ανάσα του, με έκανε να παύω να νιώθω σαν ερείπιο.
Η καλύτερη μου βέβαια ήταν όταν ερχόντουσαν φοιτητές και τουρίστες για να δουν το οινοποιείο. Εκεί αν και ξαναθυμόμουν όσα είχα ακούσει κατά καιρούς, το ενδιαφέρον μου θέριευε νικημένο από την περιέργεια αυτών των νέων ανθρώπων.
Και μια μέρα, μα τι μέρα και αυτή, να’ σου ξεπροβάλει ο γέρο-Φροσύνης από την πόρτα με ένα παλικάρι. Τί να σε κεράσω αγόρι μου, πες μου , του λέει. Τί θέλεις; Ό,τι θέλεις! Τίποτα, τίποτα, λέει το παλικάρι. Δεν προλαβαίνω το πλοίο. Κάποια άλλη φορά ίσως. Και ξαφνικά ο γέρος με βουτάει και με δίνει. Να, πάρε αυτό το μπουκάλι κρασί να με θυμάσαι! Μα δεν είναι ανάγκη, λέει το παλικάρι. Έλα σε παρακαλώ, παρ’ το, είναι το ωραιότερο κρασί του κόσμου και μάλιστα είναι και πολύ παλιάς σοδειάς. Αυτό ήταν. Δε μένω στο ράφι πια, φεύγω αναφώναξα και λιποθύμησα.
Έπειτα, ξύπνησα ξαφνικά σε μια παραλία δίπλα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που τα πρόσωπά τους φωτίζονταν από τις φλόγες που τρεμόπαιζαν. Είχε σχεδόν σουρουπώσει και άκουσα την κοπέλα να λέει: «Να ξέρεις, δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω, αλλά προτιμώ να το συνειδητοποιήσεις τώρα παρά να περάσει κι άλλος καιρός και να τρέφεις ελπίδες. Σε συμπαθώ και σε εκτιμώ, αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι αυτά δεν φτάνουν για να γίνουν όσα εσύ είχες στο μυαλό σου. Συγγνώμη αν ήμουν απότομη, αλλά εν τέλει η ουσία είναι η ίδια.»
Χωρίς να έχω προλάβει να συνειδητοποιήσω τί συμβαίνει βρέθηκα και πάλι μόνο. Βέβαια θα έλεγα όχι ακριβώς μόνο: Παρέα μού κρατούσαν οι φλόγες που τρεμόπαιζαν και προσπαθούσαν να αντισταθούν στον παγερό αέρα και τα κύματα που πάφλαζαν μελαγχολικά στην ακτή. Δεν άργησα να αποκοιμηθώ...
Το επόμενο πρωί με ξύπνησαν κάτι ψάρια που με γαργαλούσαν με τα μουστάκια τους. Τί έγινε; Πού βρίσκομαι; Μονολόγησα. Αμέσως συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας, στο βυθό της.
Από τότε για να μη στα πολυλογώ αδερφέ, γιατί μου φαίνεσαι λίγο κουρασμένος είδαν πολλά τα μάτια μου, τί ψάρια, τί ανθρώπους, τί βαρκούλες, τί βράχια, τί πέτρες, τί φυτά, τί σκουπίδια, ό,τι μπορείς να φανταστείς, αλλά τίποτα και κανένας δεν με πρόσεξε όσο με πρόσεξες εσύ αγαπητέ…
Πηγή: amstel-eco.gr
0 comments
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ, τα σχόλιά σας να μην περιέχουν βωμολοχίες, να μην είναι γραμμένα σε greeklish και με κεφαλαία γράμματα και να μην περιέχουν οποιοδήποτε διαφημιστικό περιεχόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα δημοσιεύονται. Για οποιαδήποτε απορία ανατρέξτε στους όρους χρήσης του ιστολογίου.