Ο πολυγραφότατος Βασίλης Βασιλικός ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους και ο περισσότερο μεταφρασμένος μετά τον Νίκο Καζαντζάκη. Έγινε παγκοσμίως γνωστός με το μυθιστόρημά του «Ζ», που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Κώστας Γαβράς, που μαζί με τον «Αλέξη Ζορμπά» του Καζαντζάκη, είναι τα μόνα νεοελληνικά έργα που περιλαμβάνονται στη λίστα της βρετανικής εφημερίδας "The Guardian", που δημοσιεύτηκε το 2009, με τα «1000 βιβλία που πρέπει να διαβάσει κανείς». Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του Βασιλικού είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο, ο πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός, το χιούμορ και η ειρωνεία και η κατάλυση της παραδοσιακής αφηγηματικής γραφής, τόσο στο επίπεδο της ροής του λόγου, όσο και στη χρονική συνοχή και εξέλιξη των γεγονότων, με επιρροές από τη δημοσιογραφική και την κινηματογραφική τεχνική.
Ο Βασίλης Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα στις 18 Νοεμβρίου 1934, γιος του εκ Θάσου δικηγόρου Νικολάου Βασιλικού (1899-1987),που διετέλεσε βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 1936. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (βουλγαρικής) η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε έως το 1957, με μια σύντομη επιστροφή στην Καβάλα, μετά το τέλος του πολέμου. Φοίτησε στο Κολέγιο «Ανατόλια» και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές του στις ΗΠΑ στον τομέα της τηλεόρασης (σεναριολογία στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και τηλεσκηνοθεσία στη Σχολή της RCA στη Νέα Υόρκη), από το 1959 έως το 1961. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, παράλληλα με την συγγραφική του δραστηριότητα, εργάστηκε ως σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη σε ελληνικές και διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές.
Ο Βασίλης Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα στις 18 Νοεμβρίου 1934, γιος του εκ Θάσου δικηγόρου Νικολάου Βασιλικού (1899-1987),που διετέλεσε βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 1936. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (βουλγαρικής) η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε έως το 1957, με μια σύντομη επιστροφή στην Καβάλα, μετά το τέλος του πολέμου. Φοίτησε στο Κολέγιο «Ανατόλια» και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές του στις ΗΠΑ στον τομέα της τηλεόρασης (σεναριολογία στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και τηλεσκηνοθεσία στη Σχολή της RCA στη Νέα Υόρκη), από το 1959 έως το 1961. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, παράλληλα με την συγγραφική του δραστηριότητα, εργάστηκε ως σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη σε ελληνικές και διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές.
Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1949 δημοσιεύοντας ποιήματά του στην εφημερίδα «Μακεδονία», ενώ έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Τα Σιλό», που αναφέρεται στη βουλγαρική κατοχή της πατρίδας του (1941-1944) και εκδόθηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Το 1953, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η διήγηση του Ιάσονα», με θεματολογία από την αρχαία ελληνική γραμματεία, που επαινέθηκε ιδιαίτερα από την κριτική.
Το 1956, εξέδωσε το μυθιστόρημα «Θύματα Ειρήνης», ένα χρονικό για τους νέους της Θεσσαλονίκης και την εξέγερσή τους. Μετά την επάνοδό του από τις ΗΠΑ, κυκλοφόρησε η τριλογία του «Το Φύλλο», «Το Πηγάδι» και «Τ’ Αγγέλιασμα» (1961), η οποία τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το «Βραβείο των Δώδεκα» (Ουράνη). Η τριλογία του αυτή θεωρείται από την κριτική ως η κορυφαία συνεισφορά του στα ελληνικά γράμματα. Με το έργο αυτό «Ο Βασιλικός εξέφρασε με καινούργια, μοντέρνα γλώσσα, μια γλώσσα πυκνή και πολυσήμαντη, τη διάλυση, τη σύγχυση, την απογοήτευση, τη διαμαρτυρία, τη φυγή - ό,τι χαρακτηρίζει και ό,τι αποτελεί την τέταρτη διάσταση της αινιγματικής εποχής του» (Λίνος Πολίτης).
Το 1966, εκδόθηκε το μυθιστόρημα που έμελλε να γίνει το πιο διάσημο έργο του. Το «Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς το 1963 στη Θεσσαλονίκη και οφείλει πολλά στην κινηματογραφική μεταφορά του από τον Κώστα Γαβρά με τον τίτλο «Ζ» (1969).
Το 1956, εξέδωσε το μυθιστόρημα «Θύματα Ειρήνης», ένα χρονικό για τους νέους της Θεσσαλονίκης και την εξέγερσή τους. Μετά την επάνοδό του από τις ΗΠΑ, κυκλοφόρησε η τριλογία του «Το Φύλλο», «Το Πηγάδι» και «Τ’ Αγγέλιασμα» (1961), η οποία τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το «Βραβείο των Δώδεκα» (Ουράνη). Η τριλογία του αυτή θεωρείται από την κριτική ως η κορυφαία συνεισφορά του στα ελληνικά γράμματα. Με το έργο αυτό «Ο Βασιλικός εξέφρασε με καινούργια, μοντέρνα γλώσσα, μια γλώσσα πυκνή και πολυσήμαντη, τη διάλυση, τη σύγχυση, την απογοήτευση, τη διαμαρτυρία, τη φυγή - ό,τι χαρακτηρίζει και ό,τι αποτελεί την τέταρτη διάσταση της αινιγματικής εποχής του» (Λίνος Πολίτης).
Το 1966, εκδόθηκε το μυθιστόρημα που έμελλε να γίνει το πιο διάσημο έργο του. Το «Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς το 1963 στη Θεσσαλονίκη και οφείλει πολλά στην κινηματογραφική μεταφορά του από τον Κώστα Γαβρά με τον τίτλο «Ζ» (1969).
Κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), ο Βασίλης Βασιλικός έζησε σε χώρες της δυτικής Ευρώπης και τη Νέα Υόρκη, αναπτύσσοντας αντικαθεστωτική δράση. Με τον μεγάλο έρωτα της ζωή του, την πρώτη του σύζυγο Μιμή, ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «8 1/2», από τον οποίο εκδόθηκαν πολλά έργα του.
Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα, αν και κατά διαστήματα έζησε στο εξωτερικό τα επόμενα χρόνια. Το 1977 έλαβε το βραβείο "Premio Mediterraneo Internazionale" στο Παλέρμο της Σικελίας για το μεταφρασμένο και στα ιταλικά μυθιστόρημά του «Ο Μονάρχης» (1974). Το 1980 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (ο ίδιος δεν το αποδέχτηκε) για το έργο του «Το τελευταίο αντίο», μια ερωτική ιστορία-αναφορά στη ζωή του με τη σύντροφό του Μιμή, που εν τω μεταξύ είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Το μυθιστόρημα του αυτό μεταφέρθηκε στην τηλεόραση το 1995 (Mega) με πρωταγωνιστές την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Γιώργο Κιμούλη.
Με την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ το 1981 ανέλαβε την θέση του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΕΡΤ, από την οποία παραιτήθηκε το 1984. Για χρόνια παρουσίαζε από τη δημόσια τηλεόραση την εκπομπή για το βιβλίο «Άξιον Εστί». Από το 1994 έως το 1996 και από το 2014 έως το 2015 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων, Το 1997, με απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην ΟΥΝΕΣΚΟ, τον πολιτιστικό βραχίονα του ΟΗΕ και παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 2004. Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, εξελέγη βουλευτής ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ και ολοκλήρωσε την κοινοβουλευτική του θητεία στις 22 Απριλίου 2023.
Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα, αν και κατά διαστήματα έζησε στο εξωτερικό τα επόμενα χρόνια. Το 1977 έλαβε το βραβείο "Premio Mediterraneo Internazionale" στο Παλέρμο της Σικελίας για το μεταφρασμένο και στα ιταλικά μυθιστόρημά του «Ο Μονάρχης» (1974). Το 1980 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (ο ίδιος δεν το αποδέχτηκε) για το έργο του «Το τελευταίο αντίο», μια ερωτική ιστορία-αναφορά στη ζωή του με τη σύντροφό του Μιμή, που εν τω μεταξύ είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Το μυθιστόρημα του αυτό μεταφέρθηκε στην τηλεόραση το 1995 (Mega) με πρωταγωνιστές την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Γιώργο Κιμούλη.
Με την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ το 1981 ανέλαβε την θέση του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΕΡΤ, από την οποία παραιτήθηκε το 1984. Για χρόνια παρουσίαζε από τη δημόσια τηλεόραση την εκπομπή για το βιβλίο «Άξιον Εστί». Από το 1994 έως το 1996 και από το 2014 έως το 2015 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων, Το 1997, με απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην ΟΥΝΕΣΚΟ, τον πολιτιστικό βραχίονα του ΟΗΕ και παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 2004. Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, εξελέγη βουλευτής ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ και ολοκλήρωσε την κοινοβουλευτική του θητεία στις 22 Απριλίου 2023.
Όλα αυτά τα χρόνια συνέχισε τη συγγραφική του δράση και το έργο του ξεπερνά πλέον τα 120 αυτοτελή έργα. Εκτός από τα πεζά του έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές και θεατρικά έργα.
Ο ίδιος θεωρούσε ως το πιο σπουδαίο έργο του το μυθιστόρημα «Γλαύκος Θρασάκης», το οποίο άρχισε να γράφει την περίοδο της δικτατορίας και η οριστική του έκδοση κυκλοφόρησε το 2017. «Αγαπώ αυτό το βιβλίο περισσότερο απ' όσα έχω γράψει. Ο λόγος είναι απλός: είναι το μόνο μυθιστόρημα που υιοθετώ απόλυτα σαν έκφραση του εγώ ως τρίτου[...]. Θα το έλεγα βιομυθιστόρημα, αυτομυθιστόρημα ή και αντιβιογραφία[...]. Ο Γλαύκος Θρασάκης με συντροφεύει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970» είχε πει σε μια συνέντευξή του. Στο έργο αυτό ένας ανώνυμος βιογράφος-ερευνητής αναλαμβάνει να ανασυστήσει τη ζωή και το έργο του Γλαύκου Θρασάκη, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του αινιγματικού συγγραφέα Λάζαρου Λαζαρίδη (1933-1978), που έζησε για χρόνια εξόριστος στο εξωτερικό και κυρίως να προσπαθήσει να εξιχνιάσει τον μυστηριώδη θάνατό του.
Σε συνεντεύξεις του είχε εκφράσει το παράπονο ότι η κριτική δεν τον αντιμετωπίζει, όπως τα χρόνια του πενήντα και του εξήντα. «Έχω αδικηθεί σφόδρα από την κριτική γενικά. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα βιβλία που έχω γράψει μέχρι σήμερα, είναι καλά. Όμως δεν απασχόλησαν τους αρμόδιους, οι οποίοι στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε άλλα έργα. Σ’ όλες τις κουλτούρες υπάρχουν “κλειστά κυκλώματα”. Εμείς τα αναπτύξαμε καθ’ υπερβολήν».
Σε συνεντεύξεις του είχε εκφράσει το παράπονο ότι η κριτική δεν τον αντιμετωπίζει, όπως τα χρόνια του πενήντα και του εξήντα. «Έχω αδικηθεί σφόδρα από την κριτική γενικά. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα βιβλία που έχω γράψει μέχρι σήμερα, είναι καλά. Όμως δεν απασχόλησαν τους αρμόδιους, οι οποίοι στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε άλλα έργα. Σ’ όλες τις κουλτούρες υπάρχουν “κλειστά κυκλώματα”. Εμείς τα αναπτύξαμε καθ’ υπερβολήν».
0 comments
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ, τα σχόλιά σας να μην περιέχουν βωμολοχίες, να μην είναι γραμμένα σε greeklish και με κεφαλαία γράμματα και να μην περιέχουν οποιοδήποτε διαφημιστικό περιεχόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα δημοσιεύονται. Για οποιαδήποτε απορία ανατρέξτε στους όρους χρήσης του ιστολογίου.