Ανάμεσα στις ομάδες υψηλού κινδύνου που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε λοιμώξεις από μικροοργανισμούς – οι οποίοι φυσιολογικά δεν είναι επικίνδυνοι για υγιή άτομα – κατατάσσονται και οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς. Είναι τα άτομα που παρουσιάζουν ανοσολογική ανεπάρκεια.
Η ανοσολογική ανεπάρκεια (immunodeficiency) ή ανοσοκαταστολή είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι σε θέση να επιτελέσει σωστά και πλήρως τον ρόλο του (είναι δηλαδή ανεπαρκές), με αποτέλεσμα η ικανότητα του οργανισμού να καταπολεμήσει παθογόνα μικρόβια, παράσιτα και ιούς να είναι περιορισμένη ή εντελώς απούσα. Συνήθως, σχετίζεται με ανεπαρκή αριθμό ή αδυναμία δράσης είτε των ειδικών κυττάρων άμυνας του οργανισμού (π.χ. Β-λεμφοκύτταρα, Τ-λεμφοκύτταρα), είτε κάποιων άλλων πρωτεϊνών του πλάσματος.
Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες ανοσολογικής ανεπάρκειας: η πρωτογενής και η δευτερογενής ή επίκτητη.
Η πρωτογενής ανοσολογική ανεπάρκεια περιλαμβάνει μια πλειάδα σπάνιων και συχνά κληρονομικών παθήσεων (π.χ. σύνδρομο DiDeorge, σύνδρομο Omenn, ανεπάρκεια ανοσοφαιρίνης Α, ανεπάρκεια του παράγοντα 3 του συστήματος του συμπληρώματος κ.ά.). Ως συνέπεια το άτομο παρουσιάζει μειωμένη ικανότητα αντιμετώπισης παθογόνων μικροοργανισμών από την παιδική ηλικία.
Η σοβαρότητα της νόσου εξαρτάται από το ποιό/ά στοιχείο/α του ανοσοποιητικού συστήματος απουσιάζει/ζουν ή υπολειτουργεί/ργούν. Η αντιμετώπιση είναι αυστηρώς εξειδικευμένη και περιλαμβάνει χορήγηση ανοσοσφαιρινών, αντιβιοτικών, μεταμόσχευση μυελού των οστών και την εν εξελίξει γονιδιακή θεραπεία.
Η δευτερογενής ή επίκτητη ανοσολογική ανεπάρκεια (secondary or acquired immunodeficiency) είναι πιο συχνή από την πρωτογενή. Παρόλο που το ανοσοκατεσταλμένο άτομο γεννήθηκε με φυσιολογικό και πλήρως λειτουργικό ανοσοποιητικό σύστημα, ένα γεγονός που συνέβη στη ζωή του οδήγησε σε προσωρινή ή μόνιμη ανεπάρκεια του ανοσοποιητικού συστήματος.
Καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν δευτερογενή ανοσολογική ανεπάρκεια είναι το γήρας, η εγκυμοσύνη, η μη σωστή διατροφή, ο καρκίνος, η χρήση ορισμένων φαρμάκων (π.χ. κορτικοστεροειδή, ανοσοκατασταλτικά κ.ά.), χειρουργικές επεμβάσεις, μεταμόσχευση οργάνων καθώς και ορισμένες βακτηριακές, παρασιτικές, μυκητιασικές και ιογενείς λοιμώξεις.
Η πιο γνωστή αιτία επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας είναι η ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (Human Immunodeficiency Virus – HIV), που προκαλεί το Σύνδρομο της Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας – πιο γνωστό ως AIDS.
Η αντιμετώπιση της δευτερογενούς ανοσολογικής ανεπάρκειας εξαρτάται από το αίτιο που την προκάλεσε. Συνήθως η άρση της αιτίας θα επαναφέρει τη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος (π.χ. διακοπή λήψης κορτικοστεροειδών ή ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, σωστή και πλήρης διατροφή).
Σε ορισμένες περιπτώσεις η ανοσολογική ανεπάρκεια μπορεί να προκληθεί σκόπιμα. Η πρόκληση αυτή μπορεί να είναι απαραίτητη για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως, για παράδειγμα για μία θεραπευτική παρέμβαση (μεταμόσχευση ενός ιστού ή οργάνου), έτσι ώστε να μειωθεί η πιθανότητα απόρριψης του μοσχεύματος.
Πηγή: poiostigiati.gr
0 comments
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ, τα σχόλιά σας να μην περιέχουν βωμολοχίες, να μην είναι γραμμένα σε greeklish και με κεφαλαία γράμματα και να μην περιέχουν οποιοδήποτε διαφημιστικό περιεχόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα δημοσιεύονται. Για οποιαδήποτε απορία ανατρέξτε στους όρους χρήσης του ιστολογίου.