Α
Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
Αγάλια αγάλια κόνευε, αν θέλεις να προφτάσεις.
Άγιος που δε θαυματουργεί, μηδέ δοξολογιέται.
Αγρόν ηγόραζεν. (θρησκευτικό)
Αδέρφια αγαπημένα, κάστρα που δεν παίρνονται.
Αδερφός, κι ας ειν’ κι οχτρός. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Αϊ Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ Σάββας σαβανώνει κι Αϊ Θανάσης παραχώνει.
Άης Αντρέας έφτασε, το κρύο αντρειεύει.
Αϊ Γιώργη μου ακριβός είσαι.
Ακαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης.
Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε.
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι.
Ακριβοί στα πίτουρα, φτηνοί στα λάχανα.
Άλλα λέει η γιαγιά μου, άλλα ακούν τ’ αυτιά μου.
Άλλ’ αντ’ άλλα τα μεγάλα της Παρασκευής το γάλα.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη σκούφια του αλλιώς.
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
Άλλη η δουλειά του ναύτη, κι άλλη του καντηλανάφτη.
Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαρία το Γιάννη.
Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.
Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρων και μαγαρίζουν.
Άλλος σπέρνει και τρυγάει, κι άλλος πίνει και μεθάει.
Άλλος χάσκει κι άλλος μεταλαβαίνει.
Άλλοι τα γένια πεθυμούν, κι άλλοι που τα 'χουνε τα φτυούν.
Αλλού βαρούν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη.
Αλλού με τρίβεις δέσποτα, κι' αλλού έχω τον πόνο.
Αλλού τ' όνειρο κι αλλού το θάμα.
Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού αλέθει ο μύλος.
Άμα δεν έχεις νύχια να ξυστείς μη περιμένεις άλλον.
Άμα δε πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ.
Άμα δεν περισσέψει πάει να πει πως δεν φτάνει.
Άμα κι θέλω να φιλώ σε, ρωτώ που και κα εν το μάγουλο σ'. (Ποντιακό: Άμα δεν θέλω να σε φιλήσω ρωτώ που είναι το μάγουλό σου.)
Αμαρτία εξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη.
Αμίλητος σαν ψάρι.
Αμίλητος τρελός, για φρόνιμος περνιέται.
Ανάθρεψε τον Ποντικό να φάει το μαλλί σου.
Αν βρέξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνον τον ζευγά πού ‘χει πολλά σπαρμένα.
Αν δεν αστράψει, δε βροντά, κι αν δε βροντά δε βρέχει.
Αν δεν έρθει μοναχή της, μην την καρτεράς την τύχη.
Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είναι καλοκαίρι.
Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
Αν δεν το δείχνει η γίδα, το δείχνει το κέρατό της.
Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.
Ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα.
Αν ήταν η δουλειά καλή θα δούλευε κι ο Δεσπότης.
Αν σ’ αρέσει μπάρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο. (ιστορικό)
Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο.
Αντί να τρίζει η άμαξα, τρίζει ο αμαξηλάτης.
Ανύπαντρος προξενητής, για λόγου του γυρεύει.
Άξιος είναι στο φαΐ και γρήγορος στον ύπνο.
Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.
Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα.
Από το διάολο έρχεται τ' αρνί, στο διάολο γυρίζει το τομάρι.
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι βγαίνει ρόδο.
Α που ‘χασε το χοίρο του όλο μουγκριές ακούει.
Απ' όπου κι αν τον πιάσεις λερώνεσαι.
Απ’ το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα.
Απ' το χέρι ως το στόμα είναι πολύς καιρός ακόμα.
Αρβανίτη αν κάνεις φίλο, κράτα και κανένα ξύλο.
Αργά-αργά τα όργανα κι αρχοντικός ο γάμος.
Αργία μήτηρ πάσης κακίας.
Αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω.
Αρρώστου χείλη φαίνονται και νηστικού μαγούλες.
Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή... κακά μαντάτα στην ψωλή. (σκωπτικό- χιουμοριστικό)
Άσπρα στο πουγκί, ψάρια στο βουνί.
Ας με λένε Βοϊβοντίνα κι ας ψοφώ από την πείνα.
Αυγό να πάρεις απ' αυτόν δεν έχει κρόκο μέσα.
Αυτά που θες ξενέρωτος, τα κάνεις μεθυσμένος.
Αυτός είναι βίος και πολιτεία.
Αυτός είναι απ' του διαόλου τη μάνα.
Αφεντικά και δούλοι, το ίδιο ούλοι. (με αρνητική διάθεση)
Αχάριστο ευλογείς, νεκρό δανείζεις.
Β
Βαράτε με κι ας κλαίω!
Βάρα με μία με τ' σκούφια σ'.
(Εδώ) βλέπεις το λύκο, κι εσύ ψάχνεις τ’ αχνάρια.
Βλέπεις φαΐ, κάτσε φάε. Βλέπεις ξύλο, σήκω φύγε.
Βοήθα με να σε βοηθώ ν’ ανεβούμε το βουνό.
Βρες δουλειά, να βρεις βασίλειο.
Βρες μου ένα ψεύτη να σου βρω κι εγώ ένα κλέφτη.
Βρέχει καρεκλοπόδαρα.
Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.
Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. (Θρησκ.)
Βροντάν τα σίδερα, βροντάν κι οι σακοράφες.
Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει το γαϊδούρι.
Γ
Γαία πυρί μιχθείτο.
Γάτος γαμεί και γάτος σκούζει.
Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.
Γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον ει.
Γελάει ο ανόητος, παρόλο που δεν υπάρχει τίποτα που να είναι αστείο (=γελοίο).
Γελάει ο τρελός στ' αγέλαστα.
Γέρος κι αν επαινεύτηκεν, ανήφορος το δείχνει.
Γέρος γάτος, τρυφερά ποντίκια θέλει.
Για σένα μαυρομάτα μου έβγαλα εγώ τα μάτια μου.
Για τον εχθρό που φεύγει, φτιάξε χρυσό γεφύρι.
Για τον παρά κολάζεσαι, με τον παρά κι αγιάζεις.
Για ψύλλου πήδημα.
Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.
Γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
Γλυκάθηκε η γριά τα σύκα κι έφαγε και τα συκόφυλλα.
Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι έφαγε και τα απόσυκα.
Γουρούνι στο σακί.
Γριά αλεπού στην παγίδα δεν πιάνεται.
Γυναίκα και καρπούζι η τύχη τα διαλέγει.
Γυναίκα δίχως φίμωτρο αλί που θα την πάρει.
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω.
Δ
Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
Γραμματικέ που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
Δείξε μου το φίλο σου και θα σου πω ποιος είσαι.
Δε δίνει στον άγιο του λιβάνι. (ο αχάριστος)
Δε δίνει στον άγγελό του νερό.
Δεν έγινα παπάς ν' αγιάσω, έγινα για να περάσω.
Δεν είναι άγιοι όλοι όσοι πάνε στην εκκλησία.
Δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης.
Δέρνει τους μικρούς να τρομάξουν οι μεγάλοι.
Δες μάνα και πάρε κόρη.
Δέσε το αρνί, όπου θέλει ο νοικοκύρης και μη σε νοιάζει αν το φάει ο λύκος.
Δούλεψε να φας και κλέψε να ‘χεις.
Δούλεψε στα νιάτα σου για να 'χεις στα γηρατειά σου.
Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.
Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
Δυο γελάν, κάτι ξέρουν. Ένας γελάει, τρελός είναι.
Δύσκολα νιάτα, καλά γεράματα.
Δώσ’ σε μένα και στο γιο μου, να κι ο άντρας μου στην πόρτα.
Δώσε τόπο στην οργή.
Δώδεκα Απόστολοι, καθένας με τον πόνο του.
Ε
Έβαλε την ουρά στα σκέλια.
Έβαλε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Έγινε λαγός.
Εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε.
Εδώ γαμούν αρσενικούς και συ γυρεύεις νύφη; (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Εδώ καράβια χάνονται... βαρκούλες αρμενίζουν!
Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί ξυρίζεται. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα.
Είδα κι είδα, γύφτο παπά δεν είδα.
Είδες χιόνι στο βουνί βάλε χέρι στο μουνί. (σκωπτικό- χιουμοριστικό)
Είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Είπαν του τρελού να χέσει, κι εκείνος ξεκωλώθηκε. (σκωπτικό-χιουμοριστικό εκφράζει υπερβολή)
Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο. (σκωπτικό- χιουμοριστικό εννοεί την αχαριστία)
Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο. (σκωπτικό- χιουμοριστικό εννοεί την αχαριστία)
Εκατό ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι.
Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων' οι ψύλλοι.
Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το πουλί σου.
Εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τ' άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.
Εκεί που σ’ αγαπούν να μην πολυπηγαίνεις, γιατί αν τύχει και σε βαρεθούν δε θα’ χεις τι να γένεις.
Έλα παππού μου να σου δείξω πού το ‘χει η γιαγιά μου.
Έλα παππού να σου δείξω τ' αμπέλια σου.
Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του.
Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.
Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει.
Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα.
Ένα το 'χει η Μαριορή το στεγνώνει το φορεί.
Ένας κούκος μοναχά την άνοιξη δεν φέρνει.
Εν οίδα ότι ουδέν οίδα.
Εν τη παλάνη και ούτω βοήσωμεν.
Επανάληψη, μητήρ μαθήσεως.
Έπιασε τον πάπα απ' τ' αρχίδια.
Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
Εύκαιρ’ τσουβάλ’, σ’ο ποδάρ κι στεκ’ (ποντιακό).
Έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
Έχε καθάριο πρόσωπο, για τους κακούς γειτόνους.
Έχε τα πόδια σου ζεστά, την κεφαλή σου κρύα, τον στόμαχόν σου ελαφρύ, γιατρού δεν θα 'χεις χρεία.
Έχει ο καιρός γυρίσματα, κι ο χρόνος εβδομάδες.
Έχεις παράδες; Σου κάνουν τεμενάδες
Ζ
Ζαβός ζαβή παντρεύτηκε, ζαβά παιδιά θα κάνουν.
Ζήσε μαύρε μου, τον Μάη να φας τριφύλλι.
Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
H
Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια.
Η αλεπού εκατό και το αλεπουδάκι εκατόν δέκα.
Η αλπού ικατό τα αλπούδια ικατόν δέκα.
Η αλήθεια είναι κουτσή, αλλά φτάνει στην κορφή.
Η ανάγκη κάνει το παλικάρι.
Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
Η γάτα για το ψάρι της, πούλησε τ' αμπέλι της.
Η γκαμήλα αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της.
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει μα κόκαλα τσακίζει.
Η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο.
Η γριά η κότα έχει το ζουμί.
Η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει.
Η γυναίκα με το κλάμα κι ο κλέφτης με τους όρκους.
Η δουλειά δεν είναι ντροπή.
Η θάλασσα 'ναι γαλανή μα ο αέρας τη μαυρίζει.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά.
Η καλή μέρα, απ' το πρωί φαίνεται.
Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά.
Ή μικρός-μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.
Η νύφη μας την ομορφιά στην κεφαλή την έχει.
Η νύφη όντας γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει.
Ή παπάς-παπάς, ή ζευγάς- ζευγάς.
Η πίστωση απόθανε (η κακοπληρωμή τη σκότωσε).
Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
Ή στραβός ειν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.
Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι.
Η τιμή τιμή δεν έχει και χαράς 'τον που την έχει.
Η τρέλα δεν πάει στα βουνά.
Η φτήνια τρώει τον παρά.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάντα χάρη μένει.
Η σκύλα από τη χαρά της τα 'κανε στραβά τα κουτάβια.
Η πείνα κάστρα πολεμάει και κάστρα παραδίνει.
Ήθελες 'τα κι έπαθές 'τα.
Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί, ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι.
Ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα.
Ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι γάιδαρος.
Θ
Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός. (Αδόκιμη ως παροιμία. Παράφραση της παρακάτω χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγανάκτηση και πίστη σε καλύτερες καταστάσεις)
Θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός.
Θα κρατήσουν όσο της Λαμπρής τ' αυγά.
Θα το βρει η στραβή τ' αρνί της.
Θα τον χορέψω στο ταψί.
Θέλει η κυρά μου και παίζουν τα γατιά.
Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει.
Θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
Θέλει και το γουρούνι κουδούνι.
Θέλεις το φτωχό να σκάσεις: Πες του λίρες να σ' αλλάξει.
Θεός να σε φυλάει από καινούργιο άρχοντα κι από παλιό διακονιάρη.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν περιμένουν.
Θού Κύριε φυλακή τω στόματί μου. (θρησκευτικό)
Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
Θύμωσε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του.
Ι
Ίδιο πρόσωπο έρχεται, ίδιο μαντάτο φέρνει.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Κ
Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
Κάθε αρχή και δύσκολη.
Κάθε εμπόδιο σε καλό.
Κάθε θαύμα τρεις μέρες, το μεγάλο τέσσερις.
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι.
Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο.
Καημό που το 'χε η ρίγανη, που εκάη το καταράχι
Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά είναι.
Και με τα χίλια στ' φυλακή και με τα πεντακόσια.
Και το βόλι είναι μικρό, αλλά σκοτώνει και θεριό.
Καινούργιο κοσκινάκι μου, και πού να σε κρεμάσω;
Καινούργια αγάπη έπιασα, παλιά μου στάσου πίσω.
Και ο άγιος φοβέρα θέλει.
Καιρός πανιά, καιρός κουπιά.
Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
Κακή μοίρα έχεις άντρα μου, ούλοι 'πνιγήκανε και ‘σύ εγλύτωσες.
Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
Καλά είν' τα ρουπακόφυλλα με το ρογί το λάδι.
Καλή ζωή, κακή διαθήκη.
Καλιμασιά και Νένητα, Πυργί και Βερβεράτο αυτά τα τέσσερα χωριά βάζουν τη Χίο κάτω.
Κάλιο αργά παρά ποτέ.
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
Κάλλιο 'νας φρόνιμος οχτρός παρά 'νας φίλος παλαβός. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Κάλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει.
Κάλλιο πέντε κάρβουνα, παρά χίλια πρόβατα.
Κάλλιο σταυρός στην πόρτα σου, παρά στην εδική μου.
Κάλλιο χήρα κακομοίρα, παρά κακοπαντρεμένη.
Καλόμαθε η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλα.
Καλομελέτα κι έρχεται.
Καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.
Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.
Κάνε Γιάννο μ' τη δουλειά σου, κι ύστερα και πάλι θκειά σου
Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό.
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
Καράβι που αργεί σκατά είναι φορτωμένο.
Κατά μάνα και πατέρα, κατά γιό και θυγατέρα.
Κατά που μου ψάλλεις σου κανοναρχώ.
Κατά το μαστρο- Γιάννη και τα κοπέλια του.
Κατά φωνή κι ο γάιδαρος.
Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
Κι αλευρωμένος να 'ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.
Κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.
Κι ο άγιος φοβέρα θέλει.
Κίνησε ο Εβραίος για το παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο.
Κλαίγοντ' οι χήρες, κλαίγονται κι οι παντρεμένες.
Κλωτσιούνται τ' άλογα και την πληρώνουν τα γαϊδούρια.
Κόκκινα γένια, μάτια γαλανά, καρδιά του Ιούδα, ψυχή του σατανά.
Κομίζει γλαύκα ες Αθήνας.
Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή σα λαμπαντάνα.
Κοντός ψαλμός αλληλούϊα.
Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
Κουκί το κουκί γεμίζει το σακί.
Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα.
Κράτα με να σε κρατώ ν' ανεβούμε το βουνό.
Κρένω 'γω τσαμπουνίζει κι ο άντρας μου.
Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Κυρά μου κοίτα τον άντρα σου και κόψε τη φορεσιά σου.
Κυριακή κοντή γιορτή.
Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος. (σκωπτικό- χιουμοριστικό)
Λ
Λάδια πολλά και τηγανητά τίποτα.
Λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει.
Λαγός την φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.
Λάδι βρέχει κάστανα χιονίζει.
Λείπ' ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.
Λάχανα 'ς τη μάνα μου, λάχανα 'ς τον άντρα μου, κάλλια ήταν 'ς μάνα μου.
Λέγε λέγε το κοπέλι κάνει την γριά και θέλει.
Λίγα είναι τα ψωμιά του.
Λίθοι και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένοι.
Λαός ξαγριεμένος, φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Μ
Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Μάζευε κι ας είν' και ρώγες.
Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Μαζί με τη γαρυφαλιά ποτίζεται κι η γλάστρα.
Μάη μου, καλέ μου μήνα, νά’ σουν δυο φορές το χρόνο!
Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα.
Μάθε τέχνη κι άστηνε και αν πεινάσεις πιάστηνε.
Μάθε τέχνη κι άσ' τηνε κι αν φτωχύνεις πιάσ' τηνε.
Μαθημένο είναι το αρνί να του παίρνουν το μαλλί.
Μαριγούλα Μαριγώ, δεν με θέλεις, να κι εγώ!
Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
Μάρτ' ς, γδάρτ' ς, ουρθοχέστ' ς, παλουκοκαύτης.
Μας έμαθαν οι Κρητικοί πως είμαστε Χανιώτες.
Μας περίσσεψε η ρίγανη, τη βάλαμε και στα σκατά.
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Μαύρη μοίρα που 'χεις άντρα, όλοι παν και δε γυρίζουν εσύ πας κι έρχεσαι.
Με ήλιο τά’ βγαζα, με ήλιο τά’ βαζα, τι έχουν τα έρμα και ψοφάν;
Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες.
Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις.
Μεγαλώνει το γομάρι και κονταίνει το σαμάρι.
Μεσιακό γαϊδούρι, το τρώει λύκος.
Με το ζόρι, παντρειά δε γίνεται.
Με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου.
Με χόρτασε η μάνα μου, μα σαν τα χέρια μου όχι.
Μ' ευγενικόν κουβέντιαζε, και ξόδευε το βιος σου. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Μη βροντήξεις ξένη πόρτα και βροντήξουν τη δική σου.
Μη δεις ψηλό και φοβηθείς, κοντό κι αναθαρρέψεις.
Μηδέν άγαν (τίποτα σε υπερβολή).
Μη θωρείς με πως κουτσαίνω, δες την ίσια μου τη μοίρα.
Μην κακολογάς το σπίτι σου, μην πέσει και σε πλακώσει!
Μην τάξεις σ' Άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι.
Μην το πεις ούτε του παπά.
Μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν.
Μήτ' ο σκύλος τρώει τ' άχυρο μήτε το γάιδαρο αφήνει.
Μια ζωή χρωστάμε ούλοι μας. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα.
Μια χαρά και δυο τρομάρες.
Μικρόν κώλον δεν έδειρες, μέγαν μη φοβερίζεις.
Μικρό- μικρό τ’ αλώνι μου, να’ ναι μοναχικό μου.
Μικρός- μικρός δεν έμαθες, μεγάλος μην ελπίζεις.
Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Μοναχός σου χόρευε κι' όσο θέλεις πήδα.
Μονάχος μήτε στον παράδεισο.
Μού ’κανες τη μέρα δάκρυ και τη νύχτα συμφορά.
Ν
Ν' απλώνεις τα πόδια σου όσο φτάνει το στρώμα σου.
Να 'καναν οι μύγες μέλι, τρεις οκάδες στον παρά.
Να ζήσει όποιος μ' έβρισε, να σκάσει όποιος μου το 'πε.
Να λιλί δως μου τσιτσί.
Να ξαναγενόμουν νύφη, θα 'ξερα να προσκυνήσω.
Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι.
Να σε χέσω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι.
Να 'ταν τα Φώτα βροχερά και η Λαμπρή βροχάτη.
Να 'ταν η ζήλεια ψώρα θα ξυνόταν όλη η χώρα!
Να 'χαν οι κουρούνες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί ψωμί δεν έχει.
Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει.
Νιός ήμουν και γέρασα.
Ξ
Ξύδι χάρισμα, γλυκό σαν μέλι.
Ο
Ο ανήφορος φέρνει κατήφορο.
Ο άνθρωπος ότι μπορεί κι ο Θεός ότι θέλει.
Ο άρρωστος θέλει γιατρό κι ο πεθαμένος κλάμα.
Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Ο γάτος κι ο καλόγερος πολυαγαπούν το ψάρι, κι η παντρεμένη το φιλί, κι η λεύτερη το χάδι.
Ο έρως χρόνια δεν κοιτά.
Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.
Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, μα σαν τον νοικοκύρη, όχι.
Ο Θεός βλέπει βουνά και ρίχνει χιόνι.
Ο Θεός έφκιασε τον κόσμο κι είπε: "Οπόχει μυαλό ας πορεύεται." (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Ο Θεός οικονομάει κι ο διάολος τα χαλάει.
Ο καθένας για λόγου του κι ο θεός για όλους. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος. (Βυζαντινή παροιμία)
Ο κανατάς όπου θέλει κολλάει τα χερούλια. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει.
Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει.
Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.
Ο κερατάς το μαθαίνει πάντα τελευταίος.
Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι.
Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει.
Ο λύκος δε βρωμίζει τη φωλιά του.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμην άλλαξε μήτε την κεφαλήν του.
Ο λύκος σαν γεράσει, μασκαράς των σκυλιών γίνεται.
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
Ο λύκος στην αντάρα χαίρεται.
Στην αντάρα τρέχει ο λύκος.
Ο ξυπόλυτος είδε τον κουτσό και παρηγορήθηκε.
Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.
Ο πλούσιος έχει την τιμή, ο πλούσιος και τη δόξα.
Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.
Ο σπόρος κι ο παράς, αν δεν σκορπιστούν δεν αυγαταίνουν.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
Ο Χάρος φίλους και εχθρούς σ' ένα τραπέζι σμίγει.
Ο χειρότερος κουφός είν' αυτός που δε θέλει ν' ακούσει.
Ο ψεύτης κι ο κλέφτης το πρώτο χρόνο χαίρονται.
Οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους. (αρχαιοελληνικό ρητό)
Οι ακαμάτρες κι οι χαζές έχουν τις τύχες τις καλές. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Οι γύφτοι τα μαλώματα για πανηγύρια τα 'χουν
Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί και τα σκυλιά δεμένα.
Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες.
Οι μούτσοι που γαμούσαμε 'γίναν καπεταναίοι. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
Οι όψιμες θέλουν βροχές κι οι πρώιμες δροσούλες.
Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος.
Οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι.
Οι πολλοί μάγειροι τη χαλάν τη σούπα.
Όλα εδώ πληρώνονται.
Όλα τα πουλιά μισεύουν, οι κοράκοι μόνο μένουν.
Όλα τα φαντάσματα, του ύπνου αναγελάσματα.
Όλα τα 'χε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε.
Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
Όλοι οι καλοί μαζί, κι ο ψωριάρης χώρια.
Όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια.
Όλοι όλοι αντάμα κι ου ψώριαβος αχώρια.
Όμοιος ομοίω αεί πελάζει.
Όμοιος τον όμοιο αγαπά κι όμοιος τον όμοιο θέλει.
Όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
Ομορφιά χωρίς χάρη, αγκίστρι χωρίς δόλωμα.
Όντες θέλει να χαλάσει ο θεός το μέρμυγκα, του βάνει φτερά και πετάει. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Όποιος αγάλια περπατεί, πολύ μακριά πηγαίνει.
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
Όποιος βγάνει και δε βάνει, γρήγορα στον πάτο φτάνει.
Όποιος γελάει τη γη κι η γης τόνε γελάει.
Όποιος γίνεται πρόβατο τον τρώει ο λύκος.
Όποιος γυρίζει, μυρίζει κι όποιος κάθεται, βρωμάει.
Όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει.
Όποιος δε θέλει κούρταλα, στο χαλκιδειό δεν πάει.
Όποιος δεν έχει μαυρομάτα, φιλάει την τσιμπλομάτα.
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια.
Όποιος δεν κάνει τρέλες στα νιάτα του, τις κάνει στα γεράματά του.
Όποιος δεν τιμάει τη γυναίκα του, την κάνει άτιμη.
Όποιος διαβάζει με τ' αρχίδια, γαμάει με τα μάτια. (για την πρεσβυωπία)
Όποιος διάβολο αγόρασε, διάβολο πουλάει.
Όποιος είν' έξω απ' το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.
Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα.
Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
Όποιος θέλει ν' αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει, θέλει άσπρα να ξοδιάσει και να μη τα λογαριάσει.
Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα.
Όποιος καεί απ' το χυλό φυσάει και το γιαούρτι.
Όποιος καεί στο κουρκούτι φυσάει και το γιαούρτι.
Όποιος καμαρώνει γι' αφεντιά, πρέπει κι αφέντης να 'ναι.
Όποιος μπλέκει με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί.
Όποιος ξένο σκύλο θρέφει, μόνο το λουρί του μένει.
Όποιος πίνει βερεσέ, δυο φορές μεθάει.
Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, ένα μπαίνει στον κώλο του.
Όποιος στα είκοσι δεν έχει νου, στα τριάντα ας μην προσμένει.
Όποιος στην ξέρα περπατεί και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος οπίσω του κουκιά του μαγειρεύει.
Όποιος τα φίδια κυνηγά, φίδι θα τον δαγκώσει, κι όποιος τον κίνδυνο αγαπά, αυτός θα τον σκοτώσει.
Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη.
Όπου αγάλι-αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει.
Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι.
Όπου βλέπεις μάσα, κάτσε κι όπου βλέπεις ξύλο, τρέχα.
Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη.
Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.
Όπου δεν τα βγάζει πέρα ο διάολος μοναχός του, στέλνει τη γυναίκα.
Όπου έχει δυο αγαπητικές χαρά έχει μεγάλη, γιατί όταν μαλώνει με τη μια κινάει και πάει στην άλλη.
Όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει.
Όπου πεθαίνουνε πολλοί, θάνατο μη φοβάσαι.
Όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
Όσα φέρνει η ώρα δε τα φέρνει ο χρόνος.
Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή.
Όσες πράσινες φοράδες, τόσες καλοπεθεράδες.
Όσο πίν' η πεθερά μας τόσο μας καλοχαιρετάει.
Όταν δεις ακρίβεια, καρτέρειε και τη φθήνεια.
Όταν διψάει η αυλή σου νερό έξω μη χύσεις.
Όταν ευρείς το φόρτωμα πληρώσου το κουρμέκι.
Όταν έχεις και δεν τρως, πρέπει να σε δει γιατρός.
Όταν κοιμάται ο γιόκας μου ψωμί δε μας γυρεύει.
Όταν ο μήνας δεν έχει ρώ (ρ) το κρασί θέλει νερό. (αρχαιοελληνικό ρητό)
Όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, το ένα απ' τα δύο θα σπάσει.
Ό,τι δίνεις παίρνεις.
Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.
Ουδείς μωρότερος των ιατρών, αν δεν υπήρχαν οι διδάσκαλοι.
Ουδέν κακό αμιγές καλού.
Ουδέν κρυφόν υπό τον ήλιον.
Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις.
Ούτε ψύλλος στον κόρφο του. (δε θα 'θελα να 'μαι)
Ού το εράν νόσος, αλλά το μη εράν.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα σαν τύχει και θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει.
Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.
Όψιμος γιος δε θα γνωρίσει πατέρα. (Βυζαντινή παροιμία)
Π
Παιδιά, σκατά και σύννεφα... δεν πιάνονται. (χιώτικη)
Παίναε τη θάλασσα, αλλά να περπατείς στην ξέρα.
Παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις.
Παλιό μουλάρι καινούργια περπατησιά δε βγάνει.
Παλιός οχτρός φίλος δε γίνεται. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Παν μέτρον άριστον.
Παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα 'ναι να μην μπαίνουνε στο σπίτι.
Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι.
Παπάς, παπά καλό δε θέλει.
Παπάς εγίνεις Κωσταντή; Έτσι το 'φερ' η κατάρα.
Παπάς στην πόλη, η παπαδιά 'μολογάει.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Πάρ’ τ΄ αυγό και κούρευ'το.
Παρ’ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
Πάσσαλος, πασσάλω εκκρούεται. (Για να απαλλαγής από μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να πάρεις δραστικά μέτρα.)
Πενία τέχνας κατεργάζεται.
Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σάκουλά του.
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Πέρσι εκάηκε το φαί και φέτος βγηκ' η τσίκνα!
Πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε.
Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει.
Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
Πέσε σύκο να σε φάω.
Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.
Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει.
Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Πιες μόνο νερό, να’ χεις κεφάλι καθαρό.
Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα. (αρχαιοελληνικό ρητό)
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και το γουρούνι τ' αρχίδια
Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.
Πίττα που δεν τρως, τί σε μέλλει κι αν καεί;
Πλεύουν τα μήλα στο νερό πλεύουν και οι καβαλίνες.
Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.
Πολλοί οι νεκροί που κλαίγανε στ' αρρώστου το κεφάλι.
Πολλοί συγγενείς, λίγοι λίγοι.
Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό; (Φαντίνα είναι η πρωτότοκη κόρη, η οποία είχε ιδιαίτερα
προνόμια.)
Πότε με τα καρύδια του, πότε με τον χαλβά του. Ήφερε την καλογριά εις τα θελήματά του.
Ποτέ μη δώσεις στον φτωχό πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστεί, μη σηκωθεί και φύγει.
Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.
Πρώτα όβασον κι`επεκεί κακάντσον. (ποντιακή)
Πυρ, γυνή και θάλασσα.
Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
Που δεν ακούει τσου φίλους του, ευκαριστάει τσ' οχτρούς του. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
Πούτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά. (υβριστική)
Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
Πώς πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Τι κάνουν κόρακα τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Ρ
Ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει.
Ρε, γαμπρέ, η μύτη σου. Είν' από το χειμώνα.
Ρόδα είναι και γυρίζει.
Ρωμιών καυγάς, Τούρκων χαλβάς.
Ρώτα με, να σε ρωτώ, να περνούμε τον καιρό.
Ρωτώντας πας στην Πόλη.
Σ
Σ’ αγαπώ κυρά μ’ να κλαν’ ς, μα όχ’ κι αν το παρακάν’ ς. (Κοζανίτικη)
Σ' άλογο ξένο αν ανεβείς, μεσοστρατίς πεζεύεις.
Σ' έναν δίνουν και δεν παίρνει, άλλον δέρνουν και δε φεύγει.
Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νά’χει ο πεθερός.
Σακάκι πληρώνεις, σακάκι παίρνεις. Μανίκι πληρώνεις, μανίκι παίρνεις.
Σαν αστράφτει και βροντά, δέσε την βάρκα του ψαρά.
Σαν δεις καράβι στο βουνό, μ...ί θα το 'χει σύρει.
Σαν σ' αρέσει η φάβα σπείρε και κάνα λαθούρι.
Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.
Σε καλού κουμπάρου σπίτι, όποιος κάθεται δε φεύγει.
Σε ξένο γάιδαρο καβάλα γρήγορα και κατέβα γρήγορα.
Σε ξένο κώλο εκατό ξυλιές.
Σε πήρα για τριαντάφυλλο, κι εσύ βγήκες τσουκνίδα.
Σ' όσους δε δίνει ο Θεός παιδί, δίνει ο διάολος ανίψια.
Σηκωθήκαν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάλι.
Σηκωθήκανε τ' αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη.
Σήμερα κινήσαμε κι αύριο πόσες έχουμε.
Σκατά μετά ριγάνεος.
Σκατό κι' εν, η γιαγια μ' έχεσεν. (ποντιακή)
Σκύλο που γαβγίζει μη φοβάσαι.
Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει.
Σόι πάει το βασίλειο.
Σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια.
Σπεύδε βραδέως.
Σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός.
Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει.
Σπίτι χωρίς γυναίκα, εκκλησιά χωρίς παπά.
Στάλα τη στάλα το νερό, τρυπάει και το βουνό.
Στείλε στους γύφτους να βρεις προζύμι.
Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα.
Στεφάνωσε και μπλέτσωσε και βάφτισε και φεύγα.
Στη βράση κολλάει το σίδερο.
Στη γυναίκα σου και στ' άλογό σου μην απολάς ποτέ τα γκέμια.
Στη χώρα ο νόμος βασιλιάς και χωριό η συνήθεια.
Στην αναβροχιά καλό είν’ και το χαλάζι.
Στην χώρα των τυφλών, ο μονόφθαλμος είναι βασιλιάς.
Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' στο σπίτι.
Στο αγελαδοκούρεμα. (=στις καλένδες)
Στον άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος.
Στο σπασμένο το σακί θέλεις βάλε θέλεις μη.
Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί.
Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
Στο σκισμένο το σακί, θέλεις βάλε, θέλεις μη.
Στον άγγελό του νερό δεν δίνει! (=αχάριστος)
Στον ακάλεστο το γάμο ή διωγμένος ή δαρμένος.
Στου κουφού τη πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
Στου κουφού τη πόρτα πάρ' τη πόρτα και φύγε.
Σ' τσου είκοσι μυαλό, σ' τσου τριάντα βιο και σ' τσου σαράντα γυναίκα, ειδ' αλλιώς είτε μυαλό είτε βιος είτε γυναίκα. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Στα είκοσι θα δουλέψεις, στα τριάντα θα κάμεις, στα σαράντα θα 'χεις. Δε δούλεψες, δεν έκαμες, δεν έχεις.
Συν Αθηνά και χείρα κίνει.
Συντροφικό γουρούνι ποτέ του δεν παχαίνει.
Σφάλμα γιατρού, πεννιά Θεού.
Σφάξε με Πασά μ' να αγιάσω.
Σφούγγισ' τη μύτη σου γαμπρέ.
- Είναι απ' το χειμώνα.
- Σ' ήξερα κι απ' το καλοκαίρι.
Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.
Τ
Τα αγγειά γινήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι. Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι
Τ' αργαστήρι θέλει κουτσό νοικοκύρη.
Τα βόδια τα δένουν απ' τα κέρατα, τον άνθρωπο απ' το λόγο του.
Τα γέλια θα σου βγουν ξινά.
Τα δικά σου αμπέλια φράζε και τα ξένα μη γυρεύεις.
Τα είπε χαρτί και καλαμάρι.
Τα ζώα μου αργά.
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
Τα μαλώματα οι γύφτοι τα ‘χουνε για πανηγύρια.
Τα μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.
Τα παθήματα των πρώτων, γεφύρι των δεύτερων.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
Τα πολλά πνίγουν τον άντρα και τα λίγα τη γυναίκα.
Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
Τέρμα τα δίφραγκα.
Τέλειωσαν τα ψέματα.
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις.
Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, το προδότη κανείς.
Της γυναίκας ο καημός, λούσα πούτσα και χορός.
Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο να 'ναι κορίτσι.
Της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει.
Της κοντής ψ...ς, οι τρίχες της φταίνε.
Της κοντής ψ...ς τα μαλλιά της φταίγανε.
Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά.
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
Τι δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις.
Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα!
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω!
Τι κι αν σε δέρνουν δεκατρείς, αν δε σε δέρνει ο νους σου.
Τι μικρός διάολος, τι μεγάλος διάολος. Κι οι δυο διαόλοι είναι.
Τι μπρόκολα τι λάχανα.
Τί 'ναι ο κάβουρας τι το ζουμί του.
Τι να πεθάνεις χωροφύλακας, τι να πεθάνεις 'νωματάρχης
Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί.
Τι χοντρό κεφάλι που 'χεις. Με στενεύει η σκούφια σου.
Το αγκάθι από μικρό αγκυλώνει.
Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το βουβάλι κι αν ξεπέσει πάλι αξίζει ένα βόιδι.
Το βούρκο σαν πετροβολάς, πηδάει και σε λερώνει.
Το γαρούφαλο είναι μαύρο μα πουλιέται με το δράμι.
Το γινάτι βγάζει μάτι.
Το γοργό και χάριν έχει.
Το γύφτο κάναν βασιλιά κι' αυτός γύρευε ρείκια.
Το γυαλί κι η τύχη εύκολα τσακίζονται.
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.
Το ένα γαϊδούρι θέλει ενάμισι.
Το έξυπνο πουλί από την μύτη πιάνεται.
Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
Το καλό το αρνί, από δυο μάνες γεννιέται.
Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
Το Μάρτη ξύλα φύλαε μεν κάψεις τα απλούτζια.
Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια.
Το μεγάλο το καράβι θέλει και βαθιά νερά.
Το μήλο κάτω απ' την μηλιά θα πέσει.
Το μ...ί και το χταπόδι, όσο το χτυπάς απλώνει.
Το μ...ί σέρνει καράβι.
Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
Τον ακάλεστο στο γάμο, από κάτω από τον πάγκο.
Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.
Τον γάιδαρο, όσο και να τον στολίσεις, άλογο δεν γίνεται.
Τον καβαλάρη μην τον λυπάσαι που κρέμονται τα ποδάρια του.
Τον Τούρκο φίλευε και τη γυναίκα σου φύλαγε.
Το δικό μου το καρφί το βλέπεις, το δικό σου το παλούκι δεν το βλέπεις;
Το καινούργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ' οχτρού σου, τον δεύτερο του δικού σου και τον τρίτο του λόγου σου. (Κεφαλλονίτικη παροιμία)
Το καλό αρνί δυο μάνες βυζαίνει. (Βυζαντινή παροιμία)
Το ντέφι κι' η Αποκριά είναι του πούστη η χαρά.
Το ξένο είναι πιο γλυκό.
Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος.
Το ξύλο βγηκε από τον παράδεισο.
Το παιδί σου πάντρεψες; Γείτονα το ‘καμες. Κι όχι καλογείτονα, αλλά κακογείτονα.
Το πολύ το κυρ’ ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
Το σίδερο, όσο είναι ζεστό το χτυπούν.
Το σκοινί το μαλακό, τρώει την πέτρα την ξερή.
Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε.
Το στόμα σου γάλα μυρίζει ακόμα.
Το φτηνό είν' κι ακριβό.
Το φτηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι.
Το χωριό καιγότανε κι η νύφη στολιζότανε
Το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι.
Το ψηλό δέντρο το χτυπούν οι κεραυνοί.
Του ακαμάτη το μεροκάματο είναι ακριβό.
Του έταξε λαγούς με πετραχήλια.
Του κουτσοδόντη παξιμάδι του τυχαίνει.
Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι κι όπου πάει θε να πάρει.
Του φτωχού η κοιλία όταν γομούτε η ψωλίατ` σκούτε. (ποντιακή)
Τραβάτε με κι ας κλαίω.
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο.
Τρελός ράφτης, μακριά κλωστή.
Τρεχάτε ποδαράκια μου, να μη σας χέσει ο κώλος.
Τροχός τ' ανθρώπινα. (αρχαιοελληνικό ρητό)
Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
Τσάμπα ξύδι γλυκό σα μέλι.
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Τώρα που βρήκαμε παπά ας θάψουμε πέντ' έξι.
Τώρα που ζω, θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω, κι άμα, σα φύγω να με κλαις, χάρη δε στο γνωρίζω.
Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!
Τα εν οίκω μη εν δήμω.
Φ
Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Φέρ' το ψωμί να φάμε και ας τους άλλους να πεινάνε.
Φίδι φύλα το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
Φίλε μου στην ανάγκη μου κι οχτρέ μου στη χαρά μου.
Φίλοι μου στην ανάγκη μου, κι εχθροί μου στη χαρά μου.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φοβέρισε τον κώλο σου μη χέσει τα κλιτσιά σου.
Φρου φρου και τ' αμπέλι ξέφραγο.
Φτηνός στο λάδι, ακριβός στο ξύδι.
Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.
Φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Χ
Χαλεπὰ τὰ καλά. (αρχαιοελληνικό ρητό)
Χάρε χαρά που μου 'φερες και λύπη που μου πήρες.
Χάρη στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα.
Χάσ' απού του δίκιου σου, για να 'σ' αργά 'σ' του σπίτ' σου.
Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι.
Χέστηκε η φοράδα στ΄ αλώνι.
Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί.
Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.
Χέσε ψηλά κι αγνάντευε και πέτα βοτσαλάκια.
Χόρευε κυρά Ντουντού κοίτα και το σπίτι σου.
Χρόνου φείδου. (Αρχαίο)
Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
Χωρίς κουπιά και άρμενα, Αϊ- Νικόλα βόηθα.
Χτίζει σπίτια η ομόνοια, τα γκρεμίζει η διχόνοια.
Χους εις χουν και πνεύμα εις Πνεύμα απελεύσει.
Χωρίσαμε τα τσανάκια μας.
Ψ
Ψαρεύει σε θολά νερά.
(Ψάχνουμε) ψύλλους στ' άχυρα.
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου γείρει ο κλώνος και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος.
Ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε.
Ω
Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου.
Στίχος 2ος: Κι ούτε πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου. (Σημ. Να έχεις καλό ταξίδι, χωρίς εμπόδια.)
Πηγή: ClopYPastE.gr - ClopYandPastE.blogspot.com
0 comments
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ, τα σχόλιά σας να μην περιέχουν βωμολοχίες, να μην είναι γραμμένα σε greeklish και με κεφαλαία γράμματα και να μην περιέχουν οποιοδήποτε διαφημιστικό περιεχόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα δημοσιεύονται. Για οποιαδήποτε απορία ανατρέξτε στους όρους χρήσης του ιστολογίου.